Πολιτιστικά - Ιστορικά στοιχεία

Πολιτιστικά - Ιστορικά στοιχεία

Γενικά

Στους νομούς Θεσπρωτίας και Πρέβεζας πλήθος μνημείων μαρτυρούν την ιστορική κληρονομιά που εκτείνεται σε μια περίοδο 3.000 χρόνων και επιβεβαιώνουν τον χαρακτηρισμό του τόπου ως σταυροδρόμι πολιτισμών. Ακολουθώντας μια παράδοση αιώνων, από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα, μοναστήρια, ναοί και παρεκκλήσια διατηρούν τα σημάδια της θρησκευτικής διάστασης στην περιοχή. Ένα ευρύ και ποικίλο φάσμα πολιτιστικών εκδηλώσεων κυρίως την καλοκαιρινή περίοδο προσφέρει μια δυνατή γεύση από την πλούσια τοπική κουλτούρα, αλλά και τις σύγχρονες τάσεις πολιτιστικής έκφρασης.

Χρήσιμα τηλέφωνα:

  • Αρχαιολογική Υπηρεσία Θεσπρωτίας: 2665029177
  • Πολιτιστικός Οργανισμός Ν.Α. Θεσπρωτίας: 2665099989
  • Κ.Ε.Π. Ν.Α. Θεσπρωτίας: 2665099976
  • Λαογραφικό Μουσείο Φ.Σ. Πολυδροσιτών: 266624374
  • Φυλάκιο Αρχαιολογικού Χώρου Σουλίου: 2666061382
  • Πολιτισμικό Κέντρο Φιλιατών: 2664023111
  • Ποταμός Αχέροντας
Ποταμός Αχέροντας

Στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τον ποταμό Αχέροντα έχουν βρεθεί ίχνη της παρουσίας του ανθρώπου από την παλαιολιθική εποχή, ίσως και 40.000χρόνια πριν! Η περιοχή είναι γεμάτη αρχαίους μύθους και σύγχρονους θρύλους, ο πιο γνωστός για τις πύλες του Άδη. Όλη η περιοχή αποτελεί μνημείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το ιδιαίτερα άγριο τοπίο του φαραγγιού, έχει δεθεί με την αρχαία ελληνική μυθολογία (πύλες του Άδη, αναφορές στην Οδύσσεια του Ομήρου, κτλ.), τις παραδόσεις των νεότερων χρόνων (θρύλος του Αϊ Δονάτου), και την ιστορία της χώρας μας (πόλεμοι των Σουλιωτών για την προάσπιση της ελευθερίας, κ.α.). Το Νεκρομαντείο, τα ερείπια μεσοβυζαντινής βασιλικής στη Γλυκή, τα πηγάδια Σουλίου, το Κούγκι και το κάστρο της Κιάφας είναι μερικά από τα σημεία που αξίζει να επισκεφτείτε.

Στους πρόποδες των βουνών του Σουλίου οι πηγές του Αχέροντα.
Μέσα σε ενα τοπίο απέραντης γαλήνης και μοναδικού φυσικού κάλους ο Ποταμός της λύπης, ο Αχέροντας, κουβαλάει στα νερά του το πλήθος των μυθολογικών αναφορών και τα μεταφυσικά ανεξήγητα.
Συναντάται και με την ονομασία Μαυροποταμος, επειδή σύμφωνα με την μυθολογία, οι Τιτάνες για να ξεδιψάσουν ήπιαν νερό από τον Αχέροντα και ο Δίας θυμωμένος, μαύρισε και πίκρανε τα νερά του. Ο ποταμός αυτός έχει βάλει την σφραγίδα του σε δύο ιστορικές περιόδους και έχει συνδέσει το όνομά του με την διπλή υπόσταση του ανθρώπου. Την ύλη και την ψυχή, την ζωή και τον θάνατο. Στην νεώτερη ιστορία, τα νερά του έδιναν ζωή στους Σουλιώτες, ενώ κατά την αρχαιότητα ήταν ο προθάλαμος του Κατω Κόσμου. Ήταν η τελευταία διαδρομή για τις ανθρώπινες ψυχές.
Εκείνη την εποχή υπήρχαν τρία ποτάμια: ο Αχέροντας, ο ποταμός της θλίψης, ο Κωκυτός ή Μαύρος και ο Πυριφλεγέθοντας ή Βωβός που ήταν και τόπος περιπάτου για τους νεκρούς. Οι τρεις ποταμοί σχημάτιζαν μια τεράστια ελώδη έκταση στις παρυφές μιας λίμνης, η οποία σε κάποια σημεία είχε αρκετό βάθος και σύμφωνα με τον Θουκυδίδη έφτανε μέχρι τη θάλασσα.
Αυτή ήταν η λίμνη Αχερουσία. Είχε μυστικές σπηλιές και έλη καλυμμένα από την ομίχλη. Γνωστη και ως ‘Αορνο λίμνη, δηλαδή λίμνη που αναδίδει δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις, επικίνδυνες ακόμα και για τα πουλιά που πετούν από πάνω της- κάτι που πιθανόν οφειλόταν στα σαπισμένα φυτά μέσα στα έλη.
Δικαίως, λοιπόν, οι ντόπιοι μιλούσαν με δέος για τη λίμνη που αποτελούσε μέρος της διαδρομής για τον Κάτω Κόσμο. Ο ψυχοπομπός Ερμής πήγαινε τις ψυχές των νεκρών στον ποταμό Αχέροντα και τις παρέδιδε στον μακάβριο βαρκάρη, που δεν ήταν άλλος από τον Χάρο. Εκείνος, έναντι χρηματικής αμοιβής, διέπλεε τον ποταμό Αχέροντα και τη λίμνη Αχερουσία οδηγώντας τις ψυχές των νεκρών στον ‘Αδη , στο βασίλειο του Κάτω Κόσμου.

Η είσοδος του φαραγγιού του Αχέροντα θεωρούνταν οι Πύλες του Αδη και- κατά πολλούς- τα έγκατα της λίμνης Αχερουσίας είναι ο Κάτω Κόσμος. Σήμερα, ο Αχέροντας συνεχίζει απτόητος το αέναο ταξίδι του προς τη θάλασσα.
Με τους μύθους να ρέουν στα νερά του, αποτελεί πόλο έλξης, καθώς είναι ένας από τους πιο όμορφους ποταμούς με πλούσιο οικολογικό ενδιαφέρον.
Στην διαδρομή του σχηματίζονται νερόλακκοι και μικρές λίμνες, τόποι ιδανικοί για την διαβίωση ψαριών και αμφίβιων. Σε άλλες πλευρές, ο ποταμός κυλά ορμητικά μέσα από κατακόρυφους και ψηλούς βράχους, το ύψος των οποίων ξεπερνά τα 100 μέτρα, ενώ το πλάτος του ποταμού στα σημεία αυτά περιορίζεται στα δύο μέτρα. Διακρίνονται θάμνοι όπως το πουρνάρι και το φιλίκι , συστάδες από κουμαριές , φράξους και αριές, ενώ κατά μήκος του ποταμού συναντώνται δάση πλατύφυλλης δρυός, ιτιές, ασημολεύκες, λυγαριές , πλατάνια και σκλήθρα. Ο συνολικός αριθμός των φυτικών ειδών στην περιοχή ανέρχεται στα 509 είδη.
Αυτή η πλούσια βλάστηση αποτελεί έναν ιδανικό τόπο διαβίωσης και αναπαραγωγής για τα 196 είδη πουλιών που έχουν καταγραφεί στη περιοχή, μεγάλος αριθμός των οποίων προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις, μιας και ο συγκεκριμένος υγρότοπος αποτελεί μεταναστευτικό διάδρομο για τα πουλιά.
Στα παραποτάμια δάση παρατηρούνται στικτοπουλάδες, σαΐνια, φιδαετοί, λασπότριγγες και μεσοτσικλιτάρες, ενώ αξιοσημείωτο φαινόμενο είναι οι περίτεχνες φωλιές της σακκουλοπαπαδίτσας που κρέμονται από τα κλαδιά των δέντρων. Στα βραχώδη στενά του Αχέροντα έχουν εμφανιστεί χρυσαετοί, σπιζαετοί, πετρίτες αλλά και όρνια.

Στα νερά του ποταμού αναπαράγονται περισσότερα από 9 είδη ψαριών όπως ο αχερωνογοβιός, η πέστροφα, η ντάσκα, η μπριάνα, 8 είδη αμφίβιων βατράχων όπως ο χωματόφρυνος, η κιτρινομπομπίνα, ο δεντροβάτραχος, 16 είδη ερπετών όπως ποταμοχελώνα, τρανόσαυροι, κρασπεδοχελώνα, οχιά και άλλα ενώ 17 είδη θηλαστικών αναζητούν τροφή και καταφύγιο στις δασωμένες πλαγιές του φαραγγιού όπως τα αγριογούρουνα, οι αλεπούδες, οι νυφίτσες, τα κουνάβια, οι αγριόγατες, οι δασοποντικοί, οι λύκοι, οι μυοκάστορες και οι βίδρες.

Ομήρου Οδύσσεια Κ 513-515: «Ενθα μέν εις Αχέροντα Πυριφλεγέθων τε ρέουσι Κώκυτος θ’, ος δή Στυγός ύδατος έστιν απορρώξ πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμών εριδούπων».
Ακριβης μεταφραση: «Εκεί χύνονται στόν Αχέροντα ο Πυριφλεγέθων και ο Κωκυτός, που όπως είναι γνωστό ξεκινάει από τα νερά της Στυγός και υπάρχει βράχος και η συμβολή των δύο πολύκροτων ποταμών γίνεται εκεί» (Γ.Σταματόπουλος, 1994 Ελεύθερη Μετάφραση: «Και σύ στον Αδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο, πού μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος, και ο Κωκυτός, απ’τά νερά της Στύγας ξεκομένος , κι οι βροντόλαλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν». (μετάφραση: Ζήσιμος Σιδέρης, έκδοση ΟΕΔΒ, 1995)

Ευριπίδη «Αλκηστις»: «Ας ξέρει ο θεός του κάτω κόσμου κι ο γέροντας νεκροπομπός, που κάνει στης βάρκας του κουμάντο το τιμόνι , και όλους τους νεκρούς ξεπροβοδίζει ,μέσ’ από του Αχέροντα τη λίμνη, πως πέρασε στον `Αδη μια γυναίκα , που όμοια της δεν εφάνηκε στον κόσμο» (Ελεύθερη Μετάφραση: Λευτέρης Παπαδόπουλος»)

Ποίηση Σαπφούς (650-590 πΧ): «Ζητώ να πεθάνω, τις υγρές να δώ με τους λωτούς, του Αχέροντα τις όχθες»

Σοφοκλής: «Από χορούς και τραγούδια, δεν ξέρει ο Χάρος»

Νεκρομαντείο του Αχέροντα
Η ανάγκη του ανθρώπου να προβλέψει το μέλλον του -σε μια προσπάθεια να κατευθύνει τη μοίρα του και να προλάβει το «κακό»- είναι σχεδόν τόσο παλιά, που θα λέγαμε ότι ανάγεται στην εποχή που έκανε το πρώτο του βήμα σε δυο μόνο πόδια. Οι γραπτές πηγές μας, ξεκινώντας από τον Όμηρο, μαρτυρούν ότι καμία σοβαρή ενέργεια, όπως π.χ. μια πολεμική εκστρατεία του μεγέθους που οδήγησε στον Τρωικό Πόλεμο ή και η ίδρυση μιας αποικίας στους αρχαϊκούς χρόνους δεν διανοούνταν πριν συμβουλευτούν ένα μάντη. Ο Κάλχας και ο Τειρεσίας σαφώς καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις σε ένα άτυπο top10 ανθρώπων με «κληρονομικό χάρισμα».
Τα λατρευτικά ιερά της αρχαιότητας, όπου οι αρχαίοι Έλληνες με σπονδές, χοές και θυσίες επιχειρούσαν να εξευμενίσουν τους εξανθρωπισμένους θεούς τους και κοινώς να τους «φέρουν στα νερά τους» είναι διάσπαρτα στην ελληνική επικράτεια.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν τα Μαντεία, όπως εκείνα των Δελφών και τη Δωδώνης, όπου οι αρχαίοι Έλληνες απευθύνονταν στους θεούς τους, το Δία και τον Απόλλωνα αντίστοιχα, για συμβουλές.
Χρησμούς όμως δε ζητούσαν οι αρχαίοι μόνο από τους θεούς αλλά και από τους προσφιλείς τους νεκρούς, οι ψυχές των οποίων, άυλες σκιές, τριγυρνούσαν αέναα στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα, στα έγκατα της Αχερουσίας λίμνης.
Η λίμνη σήμερα μπορεί να μην υπάρχει πια, καθώς έχει αποξηρανθεί και τη θέση της καταλαμβάνουν καταπράσινοι αγροί ,αλλά το Νεκρομαντείο του Αχέροντα στέκεται περήφανο και σχεδόν αλώβητο στο βράχινο λόφο, στη βορειοδυτική νοητή κοίτη της λίμνης. Ανασκάφτηκε μόλις το 1958, 500 μόλις μέτρα από τα ερείπια της μυκηναϊκής Εφύρας, που η ακμή της ανάγεται στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, 14ος-13ος αι. π.Χ.
Νεκυομαντείο είναι η αρχαιοελληνική του ονομασία από τη λέξη νέκυς που σημαίνει νεκρός. Εξάλλου όλα σχεδόν τα ονόματα που συνδέονται με τις μυθολογικές αναφορές του τόπου ως τελευταία κατοικία των ψυχών ανάγονται σε μακάβριες περιγραφές.
Στην Αχερουσία λίμνη χυνόντουσαν τρεις ποταμοί: ο Αχέροντας (= χωρίς χαρά ή κατά μία άλλη έννοια «άχος»=θλίψη και, κατά συνέπεια, η θλίψη που προκαλεί ο θάνατος), ο Μαύρος Κωκυτός (=θρήνος) και ο Βωβός Πυριφλεγέθων (=πύρινος), ο οποίος δεν υπάρχει πια. Τα ονόματα και των τριών παραπέμπουν στο βαρύ πένθος αλλά και σε πύρινη κόλαση, όπου μόνιμοι συνοδοιπόροι των ψυχών-σκιών ήταν πλέον ο θρήνος, η βαρυγκώμια, η ζοφερή ατμόσφαιρα με την οποία έπρεπε να συμφιλιωθούν.
Η ίδια η Αχερουσία λίμνη περιγράφεται στις αρχαίες πηγές ως μαύρη και σκοτεινή, παγωμένη, στα νερά της οποίας δεν επιβίωνε τίποτα έμβιο. Περικυκλωμένη από καλαμιές και μόνιμα καλυμμένη από βαριά ομίχλη προϊδέαζε και τον πιο κυνικό επισκέπτη ότι κάπως έτσι θα έμοιαζαν οι πύλες του Κάτω Κόσμου.
Στην Αχερουσία λίμνη κατεύθυνε τις ψυχές ο βαρκάρης-Χάρος, τις οποίες είχε παραλάβει από τις όχθες του Αχέροντα και μόνο αφού είχε εισπράξει το οφειλόμενο αντίτιμο για τις υπηρεσίες και το πορθμείο του. Αντίτιμο το οποίο είχαν φροντίσει συνετά οι συγγενείς του νεκρού να τοποθετήσουν σε μορφή οβολού στη γλώσσα του κεκοιμημένου. Τυχόν παράλειψή του εξαιτίας ίσως απροσεξίας ή βιασύνης είχε το τραγικό αποτέλεσμα η ψυχή να περιπλανιέται αιώνια στις όχθες του Αχέροντα και να μη βρίσκει αναπαμό.
Κι αν χαρακτηρίσουμε απλώς ως μια πρώτη εντύπωση το διάπλου του Αχέροντα μέχρι τη σκοτεινή Αχερουσία τότε οι σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες που επεφύλασσαν οι ιερείς του Νεκρομαντείου σε όσους επιθυμούσαν διακαώς να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους ήταν σίγουρα μοναδικές.
Το Νεκρομαντείο, το οποίο σήμερα δεσπόζει πάνω από το χωριουδάκι Μεσοπόταμος του δήμου Φαναρακίου, στο νομό της Πρέβεζας, είναι χτισμένο στον πέτρινο λόφο του Ξυλόκαστρου, ύψους 40 μέτρων ενώ κατά την περίοδο της μεγάλης του ακμής (5ος-4ος αι. π.Χ.) περιβαλλόταν από ένα τρίμετρο τείχος.
Στα ισόγεια κτίσματά του βρίσκονται όλοι οι απαραίτητοι χώροι για την εύρυθμη λειτουργία του Νεκρομαντείου: τα ενδιαιτήματα των ιερέων και του υπόλοιπου προσωπικού, αποθήκες και χώροι υποδοχής. Εδώ ουσιαστικά σταματούσε και κάθε επαφή με την πραγματικότητα, κάτι που επεδίωκαν με ζήλο οι ιερείς του ναού.
Γιατί αν όπως γνωρίζουμε σήμερα π.χ. η Πυθία έπρεπε απαραιτήτως να μασήσει φύλλα δάφνης και να αναρροφήσει μυστηριώδεις καπνούς ψυχοτρόπων καιόμενων βοτάνων, προκειμένου να πέσει σε έκσταση και να «μεταφέρει» το χρησμό του Απόλλωνα, στο Νεκρομαντείο ήταν οι ίδιοι οι επισκέπτες που ουσιαστικά έκαναν όλοι τη σκληρή δουλειά.
Αρχικά απομονώνονταν και υποβάλλονταν σε αυστηρή δίαιτα, η οποία εκτός από όστρακα, χοιρινό και κριθαρένιο ψωμί, που σαφώς μας παραπέμπει σε νεκρόδειπνο υποβάλλονταν και σε υποχρεωτική σίτιση με κουκιά και λούπινα, τα οποία εκτός από μια ελαφριά δηλητηρίαση με κυάνωση τους προκαλούσε και παραισθήσεις αφού σταδιακά έχαναν την συνειδητή επαφή τους τόσο με τον εαυτό τους όσο και με την πραγματικότητα.
Όταν η κατάσταση τους άγγιζε το επιθυμητό για τους ιερείς επίπεδο τότε οδηγούνταν στα έγκατα του Νεκρομαντείου, κατεβαίνοντας μία πέτρινη απότομη σκάλα και μέσω ενός δαιδαλώδους διαδρόμου, σκοτεινού και υγρού, το οποίο διέκοπταν σιδερένιες πύλες -προφανώς για να επιτείνουν την αίσθηση ότι βρίσκονται όσο εγγύτερα γίνεται στο υποχθόνιο βασίλειο του Άδη- έφταναν στην κεντρική αίθουσα.
Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι πρόκειται για ένα θαύμα της ακουστικής, καθώς πρόκειται για μια εξαιρετικά ανηχοϊκή αίθουσα, στην οποία καταλήγει ένας διάδρομος με πυκνά, πέτρινα τόξα που ξεκινούν από το πάτωμα. Εκεί οι επισκέπτες αφού έχυναν στο δάπεδο αίμα, προκειμένου να ξεδιψάσουν οι νεκροί αλλά κυρίως να τους αναγνωρίσουν, συνομιλούσαν μαζί τους πρόσωπο με πρόσωπο, ή περίπου. Πως; Υπολείμματα γραναζιών, που βρέθηκαν στις ανασκαφές, μας δείχνουν ότι οι ιερείς διαχειρίζονταν εξειδικευμένα μηχανήματα προκειμένου να ανεβοκατεβάζουν στο βωμό είδωλα, που αναπαριστούσαν ανθρώπινες μορφές.
Όσο για τις απαραίτητες χοές, με τη μορφή του αίματος, έχουμε τη μαρτυρία του Ομήρου, ο οποίος στην Οδύσσεια, στη ραψωδία λ’ «νεκυία», περιγράφει την κατάβαση του Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο με σκοπό, μετά από παρότρυνση της μάγισσας Κίρκης, να πάρει χρησμό από το μάντη Τειρεσία για το ταξίδι της επιστροφής του. Εκεί συναντήθηκε και με τη μητέρα του, η οποία τον αναγνώρισε μόνο αφότου έχυσε αίμα στο χώμα.
Ωστόσο ο Οδυσσέας δεν ήταν ο μόνος θνητός που πέρασε τις πύλες του Άδη και επέστρεψε ξανά στη Γη. Πιο τραγική περίπτωση αποτελεί εκείνη του Ορφέα ο οποίος κατάφερε να μπει στο βασίλειο του Πλούτωνα αφού μάγεψε τον τρικέφαλο Κέρβερο που φυλούσε τις πύλες του, προκειμένου να διεκδικήσει από τους υποχθόνιους θεούς την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Δυστυχώς η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα λόγια της Περσεφόνης τον ανάγκασε να φύγει με άδεια χέρια και με πιο δυστυχισμένη καρδιά απ’ ότι έφτασε.
Τον Κάτω Κόσμο επισκέφτηκε ζωντανός και ο Ηρακλής, προκειμένου να εκπληρώσει το 12ο και τελευταίο άθλο που του επέβαλλε ο Ευρυσθέας: να του φέρει στα πόδια του τον τρομερό Κέρβερο. Αυτός πιο τυχερός ολοκλήρωσε την αποστολή του χωρίς ωστόσο και ο Ευρυσθέας να εκπληρώσει την υπόσχεση του. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Αλλά κι εμείς για την ιστορία δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφέρουμε τον άλλον ήρωα, το Θησέα, ο οποίος είχε το διακαή πόθο να παντρευτεί θεοκόρη και αποφάσισε αυτή να είναι η Περσεφόνη. Έκανε λοιπόν το ταξίδι με το φίλο του Πειρίθο αλλά γύρισαν με άδεια χέρια. Κάποιες φορές βέβαια οι λόγοι δεν ήταν και τόσο ρομαντικοί, π.χ. οι απεσταλμένοι του Κορίνθιου τυράννου Περίανδρου είχαν αποστολή να συναντήσουν τη γυναίκα του Μέλισσα και να μάθουν που ήταν κρυμμένος ένας αμύθητος θησαυρός.
Οι άνθρωποι λοιπόν εξέφραζαν σε εκείνη την ανηχοϊκή, όπως τη χαρακτηρίσαμε, αίθουσα -η οποία σου έδινε την εντύπωση ότι στεκόσουν στο κενό, ενώ οι ήχοι τριγυρνούσαν όπως και όταν φωνάζεις πάνω από έναν γκρεμό, κι ας επρόκειτο απλώς για μια υπόγεια και στενή αίθουσα- τα αιτήματα τους προς του νεκρούς, λάμβαναν τις κατάλληλες απαντήσεις από τους καλά πληροφορημένους, κατά τα φαινόμενα ιερείς, και αποχωρούσαν διασχίζοντας άλλο δρόμο, προκειμένου να μη συναντηθούν με όσους έπονταν.
Εξάλλου ακόμα και η παραμικρή νύξη τόσο περί των μυστηρίων που λάμβαναν χώρα στο Νεκρομαντείο όσο και περί των χρησμών θεωρούνταν ύβρις και, θεωρητικά, επίσειε την ποινή του θανάτου.
Σήμερα ο επισκέπτης σαφώς και δεν υποβάλλεται σε αυτές τις διαδικασίες αλλά ωστόσο το ίδιο το μέρος, το τοπίο με τους καταπράσινους αγρούς που εκτείνονται στον ορίζοντα, η αύρα που εκπέμπει σε καθηλώνει. Οι πύλες για τον κόσμο των νεκρών μπορεί τελικά να βρίσκονται κάπου αλλού ή απλώς να μετακόμισαν μετά την αποξήρανση της Αχερουσίας λίμνης.

Ποταμός Καλαμάς

Απο την αρχαιότητα ο Καλαμάς αποτέλεσε σπουδαίο υδάτινο δρόμο επικοινωνίας με το μεσόγειο τμήμα της Ηπείρου.
Στους αρχαίους Ελληνιστικούς χρόνους, δίπλα στις όχθες του ποταμού άκμασαν μεγάλες πολιτείες όπως η Λυγιά και η Μαστιλίτσα στις εκβολές τα Γίτανα, στη συμβολή του Καλπακιώτικου με τον Καλαμά, η Φανωτή στην περιοχή των Πηγαδουλίων, η Οσδίνα στο τέλος του φαραγγιού και η Ραβενή στην αρχή του, καθώς και η Χρυσορράχη κοντά στις πηγές του.
Τις πόλεις αυτές κατέστρεψαν οι Ρωμαίοι το 167π.χ. για να γεμίσουν λίγο αργότερα την ευρύτερη περιοχή των εκβολών αλλά και της ενδοχώρας με αγροικίες και πολίσματα (Λαδοχώρι, Αλαμάνι, Άγιος Γεώργιος κ.λ.π.)

Μεγάλος υδάτινος δρόμος από την αρχαιότητα ο Καλαμάς, συγκέντρωσε δίπλα στις όχθες του σπουδαίες πόλεις όπως τη Λυγιά, τη Γιτάνη, τη Φανωτή, την Οσδίνα, τη Ραβενή. Τα μυκηναϊκά ευρύματα κατά μήκος της κοίτης του, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα που είχε ο ποταμός για το εμπόριο των μακρινών εκείνων χρόνων, εμπόριο που συνέχισαν αργότερα στους αρχαϊκούς χρόνους οι έλληνες άποικοι από την Πελοπόννησο.

Η περιοχή των Στενών Καλαμά έχει σημαντικά υπολείμματα βυζαντινής κληρονομιάς. Αξίζει να επισκεφτείτε τους καλοδιατηρημένους κατάγραφους ναούς (των Ταξιαρχών και της Κοίμησης της Θεοτόκου) στις Πέντε Εκκλησιές, θέση αρχαίου κάστρου και της υστεροβυζαντινής-μεταβυζαντινής Οσδίνας, το λαογραφικό μουσείο Πολυδρόσου, το κάστρο Ραβενής – υστεροκλασικός και ελληνιστικός οικισμός στη μεθόριο Θεσπρωτίας – Μολοσσίας και τα απομεινάρια της βυζαντινής γέφυρας Μπολιάνα στην έξοδο του φαραγγιού του Καλαμά.

Στους βυζαντινούς χρόνους ο Καλαμάς συνέχιζε να συγκεντρώνει τις ανθρώπινες οικιστικές δραστηριότητες (Σαγιάδα, Ηγουμενίτσα, Οσδίνα, Βροσίνα, Βελτσίστα, Οπάγια κ.λ.π.) ενώ σπουδαία μοναστήρια εμφανίστικαν δίπλα στις όχθες του (μονές Ραγίου, Γηρομερίου, Οσδίνας, Μίχλας, Πατέρων, Σωσίνου, Βελλάς κ.λ.π.)
Ενα μεγάλο δίκτυο δρόμων και μονοπατιών έκανε αναγκαία την ύπαρξη πολλών διαβάσεων σ ‘ όλο το μήκος του ποταμού.
Στη Ρωμαϊκή εποχή από την περιοχή των εκβολών περνούσε ο μεγάλος δρόμος που ένωνε την Απολλωνία με τη Νικόπολη και υποθέτουμε την ύπαρξη μεγάλης γέφυρας δίπλα στη Μαστιλίτσα.
Απο τότε  το μεγάλο μήκος, αλλά κυρίως το βάθος του ποταμού έκανε απαγορευτική τη γεφύρωση του στο νότιο τμήμα. Το μεγαλύτερο γεφύρι βρίσκεται σήμερα (γκρεμισμένο) στην περιοχή Νεράιδας (Μενίνας) του νομού Θεσπρωτίας και έφερε τέσσερα τουλάχιστον τόξα.
Στην έξοδο του φαραγγιού κάτω απο την Οσδίνα (περιοχή Μπολιάνας) βρίσκονται οι βάσεις του μεγαλύτερου ζευκτού γεφυριού του Καλαμά (με πέτρινες κολώνες και ξύλινο οδόστρωμα). Αντίστοιχο γεφύρι – σε μικρότερο μέγεθος – υπάρχει στη Λαγγάβιτσα δίπλα στη μονή της Αγίας Μαρίνας.
Τα υπόλοιπα γεφύρια του Καλαμά, πολλά απο τα οποία σώζονται ως σήμερα σε καλή κατάσταση είναι τα τοξοτά.

Χάρτης με πολιτιστικά-ιστορικά στοιχεία κατά μήκος του ποταμού Καλαμά – (από Μιχάλη Πασιάκο)

Έλος Καλοδικίου

Το έλος Καλοδικίου, γνωστό και ως λίμνη με τα νούφαρα, πήρε το όνομα του από τη βασίλισσα των Θεσπρωτών Καλοδίκη. Στους ιστορικούς χρόνους η περιοχή του Δήμου Μαργαριτίου ταυτίζεται με το τμήμα της αρχαίας Ελίνας. Το Μαργαρίτι, πρωτεύουσα του δήμου κτίστηκε από τους Βενετούς στα μέσα του 16ου αιώνα. Περιοχή πλούσια σε λίθινα εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής (Μόρφι, Μαζαρακιά κτλ.) αποτέλεσε έναν από τους χώρους της Θεσπρωτίας, όπου έζησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Αξιόλογα μνημεία είναι ο αρχαίος πύργος στον οικισμό Πυργί, στη διασταύρωση της Ε.Ο. Ηγουμενίτσας-Αθηνών προς Ελευθέρι, ο οικισμός Καρτέρι για τα ελληνιστικά κτίρια και το βυζαντινό κοιμητήριο -ναϊσκο στο κέντρο του χωριού, το Μαργαρίτι για το βενετσιάνικο κάστρο, το μιναρέ κατεστραμμένου τζαμιού και τα παλιά αρχοντικά στον χαρακτηρισμένο παραδοσιακό οικισμό.